πλινθίς

πλινθίς
-ίδος, η, ΝΑ
(με υποκορ. σημ.) πέτρα λαξευμένη σε σχήμα πλίνθου, μικρή πλίνθος
αρχ.
1. ορθογώνιο σχήμα
2. πίνακας, παικτικός άβακας
3. ηλιακό ρολόι, πλινθίο
4. όργανο που επινόησε ο Πτολεμαίος για την καταμέτρηση τής κλίσης τής εκλειπτικής
5. είδος ακονιού με το οποίο έκαναν μυτερές τις γραφίδες τους οι γραφείς
6. έκταση γης έξι χιλιάδων τετραγωνικών ποδιών
7. εξάρτημα τού τροχού
8. είδος ψαριού
9. μαθημ. το πλινθίο
10. στρατιωτική φάλαγγα σε διάταξη ορθογώνιου σχήματος, πλινθίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. λιθ-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλινθίς — stone cut in the shape of a brick fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθίδα — πλινθίς stone cut in the shape of a brick fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθίδας — πλινθίς stone cut in the shape of a brick fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθίδες — πλινθίς stone cut in the shape of a brick fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθίδι — πλινθίς stone cut in the shape of a brick fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθίδος — πλινθίς stone cut in the shape of a brick fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθίδων — πλινθίς stone cut in the shape of a brick fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθίσιν — πλινθίς stone cut in the shape of a brick fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՂԻՒՍԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 0040 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 13c, 15c գ. πλινθίς laterculus Աղիւս փոքր. ... եւ աղիւսաձեւ խորշք կամ շարք գրուածոց, եւ թուոց եւ այլն. *Գտանէ զգրեալ անուանսն ʼի խեցեղէն աղիւսակի. Երզն. քեր.: Տօմար.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՏՈՒՓ — (տփոյ, կամ տփի, ոց.) NBH 2 0893 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 15c գ. θυΐσκη mortariolum, thuribulum, acerra. Անօթ խփաւոր. պահարան եւ պատեան իրաց. մանաւանդ աման խնկոց. խնկաման, խութի. *Արասցես զխնկաղացսն եւ զտուփս նորա:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”